- επιστάτης
- ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁθηλ. ἐπιστάτις)αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτινεοελλ.1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου)2. φρ. «επιστάτης κτήματος» — ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια και όλες τις ανάγκες τού κτήματοςαρχ.-μσν.1. προστάτης2. κριτής3. αρχηγός, κυβερνήτηςαρχ.1. αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από πίσω για να ζητήσει κάτι, ο επαίτης2. αυτός που στη γραμμή τής μάχης στέκεται πίσω από κάποιον άλλο3. εκείνος που στη σειρά έχει άρτιο αριθμό4. αυτός που μετακινείται πάνω σε μεταφορικό μέσο (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», Σοφ.β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», Πολ.)5. οδηγός («ποιμνίων ἐπιστάταις», Σοφ.)6. πρόεδρος τών αγώνων7. επόπτης εκπαιδεύσεως8. δάσκαλος9. δαμαστής10. πρόεδρος συνελεύσεως11. πρόεδρος τής βουλής και τής εκκλησίας (μετά τον 4ο αιώνα)12. επόπτης δημόσιων έργων13. θησαυροφύλακας14. ο πεπειραμένος, ο έμπειρος15. χάλκινος τρίποδας όπου τοποθετούσαν τη χύτρα για να βράσουν κάτι16. ξύλο όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στάτης (< ίστημι «στέκομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.